- καυκαλίς
- καυκαλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)βλ. καυκαλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυκαλίς — Tordylium apulum fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδα — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδας — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδες — καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδι — καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδος — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδων — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδ' — καυκαλίδα , καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg καυκαλίδι , καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg καυκαλίδε , καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] … Dictionary of Greek